Select Page

Μορφολογική Ανάλυση

Η αναλυτική προσέγγιση και η συστηματική παρουσίαση των μοτίβων που προχωράει από τις πιο απλές στις πιο σύνθετες μορφές, παρόλο που δεν ανταποκρίνεται στη φυσική δημιουργία και την εξέλιξη των μορφών από τις υφάντρες, βοηθάει στην κατανόηση των βασικών χαρακτηριστικών και των αρχών που διέπουν τον διάκοσμο των γεωμετρικών υφαντών.

Κάθε μοτίβο χαρακτηρίζεται κυρίως από τη βασική του δομή, αλλά και από τα επιμέρους διακοσμητικά θέματα ή μοτίβα πλήρωσης. Η βασική δομή συνίσταται στις κύριες γραμμές του σχεδίου, που οργανώνουν το μοτίβο και το χωρίζουν σε μικρότερες επιφάνειες.

Οι ελεύθεροι (κενοί) χώροι, που προκύπτουν από τη βασική δομή, πληρούνται με τα επιμέρους διακοσμητικά θέματα.

Οι Βασικές Δομές των Μοτίβων

Τα Μοτίβα Πλήρωσης

Τα μοτίβα πλήρωσης στα ξομπλιαστά υφαντά είναι πάντα γεωμετρικά, μη παραστατικά σχήματα, που τοποθετούνται στις κενές, επιμέρους επιφάνειες της βασική δομής του κύριου μοτίβου, οι οποίες έχουν κατά κανόνα σχήμα ρόμβου: προκειμένου να μπορούν να ενταχθούν στο ρομβοειδές περίγραμμα, τα περισσότερα μοτίβα πλήρωσης έχουν κι αυτά αντίστοιχο σχήμα.

Είναι άλλοτε μεγάλα – όταν οι γραμμές του κύριου μοτίβου οργανώνουν έτσι την επιφάνεια, ώστε οι επιμέρους χώροι που δημιουργούνται να είναι μεγάλοι – και άλλοτε πολύ μικρά – τη στιγμή που και οι μικρότερες ακόμα κενές επιφάνειες καλύπτονται με διάκοσμο. Είναι ακόμα δυνατό σε μερικές περιπτώσεις το κύριο μοτίβο να μην αφήνει καθόλου ή να αφήνει ελάχιστα περιθώρια στη χρήση επιμέρους διακοσμητικών θεμάτων, γιατί η οργάνωσή του είναι πολύπλοκη και πυκνή.

Σχέσεις Ανάμεσα στα Μοτίβα Πλήρωσης

Σε κάθε λαϊκή τέχνη, όταν ένα σχέδιο ενσωματώνεται στην παράδοση ποτέ δεν παραμένει ίδιο, αλλά μεταβάλλεται και εξελίσσεται και διαχρονικά εμφανίζεται με ένα σωρό παραλλαγές.

Ανάμεσα στα περισσότερα μοτίβα πλήρωσης των ξομπλιαστών υφαντών υπάρχει σαφής συγγένεια που δίνει τη δυνατότητα να διαφανούν, να περιγραφούν και να αναλυθούν οι μεταξύ τους σχέσεις.

Όλα τα διακοσμητικά θέματα, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο περίπλοκα, ακόμα και τα λίγα εκείνα που φαίνεται να έχουν προέλθει από ανεξάρτητη, πρωτότυπη σύλληψη, διέπονται από το ίδιο πνεύμα και την ίδια τεχνοτροπία, και ακολουθούν πιστά τις γενικές αρχές:

– συμμετρία ως προς κατακόρυφο άξονα

– “γραμμές” σε δύο πλάγιες, κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις

– ένταξη του θέματος σε περίγραμμα σχήματος ρόμβου

– περιορισμός στο ελάχιστο της ομοιόχρωμης, ενιαίας επιφάνειας

Οι Ζώνες: Αναλυτική Προσέγγιση

Σε κάθε ζώνη επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα μοτίβο:

Στα κρητικά υφαντά με τα γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα, δεν θα συναντήσουμε ποτέ δύο διαφορετικά μοτίβα να εναλλάσσονται στην ίδια ζώνη, ακόμα κι όταν τα μοτίβα αυτά έχουν το ίδιο μέγεθος, ή και την ίδια βασική δομή.

Το μέγεθος του μοτίβου προσδιορίζει το πλάτος της ζώνης: όταν τα μοτίβα είναι μεγάλα η ζώνη προκύπτει πλατιά και με λιγότερα μοτίβα. Αντίθετα, όταν τα μοτίβα είναι μικρά, τότε έχουμε περισσότερα μοτίβα σε στενότερες ζώνες.

Κάθε διακοσμητική ζώνη έχει αρχή και τέλος: στις δύο μακριές της πλευρές ορίζεται είτε με γραμμές είτε με κάποιες πολύ στενές ζώνες με απλά μοτίβα. Τις ζώνες αυτές τις χαρακτηρίζουμε “δευτερεύουσες” ή “συμπληρωματικές”, γιατί ποτέ (στα παλαιότερα τουλάχιστον υφαντά) δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη διακόσμηση του υφαντού, αλλά πάντα συνοδεύουν – πλαισιώνοντάς τες τις περισσότερες φορές – τις φαρδύτερες (κύριες) ζώνες.

Μέσα στα όριά τους, οι ζώνες είναι συμμετρικές ως προς τον οριζόντιο άξονα που περνάει από το μέσο του πλάτους τους.

Εξαίρεση αποτελούν οι ζώνες με τους “κουμπέδες”, που συναντάμε στα κουμπελίδικα υφαντά της Κεντρικής Κρήτης.

Κατά κανόνα το τέλος μιας ζώνης ορίζεται με την ολοκλήρωση του μοτίβου. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται σε δεύτερη ή και τρίτη σειρά, που η καθεμιά “μπλέκει” με την προηγούμενη, δίνοντας την εντύπωση της πλάγιας (διαγώνιας) οργάνωσης των μοτίβων μέσα στη ζώνη.

Μέσα σε κάθε ζώνη – όπως και μέσα σε κάθε μοτίβο – δεν συναντάμε μονοχρωματικές (“άδειες”, μη διακοσμημένες) επιφάνειες.

Οι περιοχές της ζώνης που δεν καλύπτονται από το κύριο μοτίβο της ζώνης και που κατά κανόνα είναι τριγωνικές, πληρούνται, γεμίζουν με διακοσμητικά στοιχεία που τα χαρακτηρίζουμε σαν “παραπληρωματικά” μοτίβα.

Τα παραπληρωματικά μοτίβα ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες:

– Είναι το μισό ή τμήμα του κύριου μοτίβου της ζώνης

– Είναι το μισό ή τμήμα κάποιου άλλου μοτίβου, διαφορετικού από το κύριο μοτίβο της ζώνης

– Πρόκειται για τριγωνικό μοτίβο που δεν συναντιέται ποτέ διπλασιασμένο (ολόκληρος ρόμβος δηλαδή) και αποτελεί πάντα παραπληρωματικό μοτίβο

Η Σχεδιαστική οργάνωση της Επιφάνειας

Στα σώγιωμα υφαντά η σχέση ανάμεσα στα φάρδη των διακοσμητικών ζωνών και ο τρόπος που αυτές οργανώνουν την επιφάνεια του υφαντού, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξιοσημείωτη ποικιλία.

Στην απλούστερη περίπτωση παρατηρείται σταθερή εναλλαγή δύο ζωνών με μεγάλη διαφορά φάρδους: τότε οι στενές, δευτερεύουσες ζώνες έχουν ρόλο να διαχωρίσουν τις φαρδιές και να τις προβάλουν. Συχνά οι δευτερεύουσες αναλύονται σε περισσότερες και στενότερες, με αποτέλεσμα να τονίζονται οι οριζόντιες γραμμές.

Στον αντίποδα της προηγούμενης διάταξης, όπου ολόκληρη η επιφάνεια του υφαντού αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο, είναι αυτή όπου στις δύο ακραίες περιοχές οι ζώνες είναι αισθητά φαρδύτερες και άρα πιο περίτεχνα διακοσμημένες απ’ ότι στο κέντρο.

Η ιδιαίτερη κάθε φορά σχέση μεγεθών ανάμεσα στις διακοσμητικές ζώνες, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του καθενός υφαντού που το διαφοροποιεί και το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα που του μοιάζουν.

Τα Μοτίβα

Στα σώγιωμα υφαντά τόσο οι φαρδιές όσο και οι στενές διακοσμητικές ζώνες έχουν κανονικά γεωμετρικά μοτίβα, με πλάγιες κυρίως γραμμές (ρομβοειδή σχήματα). Κατά κανόνα, το μέγεθος του μοτίβου είναι αυτό που ορίζει το φάρδος, αλλά και τον σχεδιαστικό ρυθμό μέσα στην κάθε ζώνη.

Στις στενές ζώνες τα μοτίβα είναι μικρότερα, και άρα περισσότερα σ’ ολόκληρο το μήκος τους: εδώ ο ρυθμός είναι γρήγορος, πυκνός, αντίθετα με τις φαρδιές ζώνες όπου τα μοτίβα είναι πιο αραιά τοποθετημένα.

Στην επιφάνεια του υφαντού δεν έχουμε απλώς μία αλληλουχία, μία παράθεση ζωνών αλλά και μία σύνθεση ρυθμών και πυκνοτήτων, τόσο σχεδιαστικών όσο και χρωματικών.

Δεν είναι όμως πάντα οι φαρδιές ζώνες αποτέλεσμα επιλογής ενός μεγάλου μοτίβου. Στα σώγιωμα υφαντά συναντάμε συχνά φαρδιές διακοσμητικές ζώνες που σχηματίζονται με την επανάληψη προς όλες τις κατευθύνσεις του ίδιου μικρού μοτίβου: το φάρδος της ζώνης προσδιορίζεται τώρα από την υφάντρια.

Τα Χρώματα

Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται στα σώγιωμα υφαντά είναι το κόκκινο, το πράσινο, το θερμό κίτρινο και το ώχρα, το μπλε – μωβ και το μαύρο. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία τα υφαντά αυτά είναι κοκκινωπά &#; το κόκκινο υπερέχει ποσοτικά και τις περισσότερες φορές είναι και το χρώμα του φόντου. Άλλα χρώματα που χρησιμοποιούνται για το φόντο είναι το θερμό κίτρινο, το ώχρα και το πράσινο. Κατά κανόνα το φόντο είναι κοινό σε ολόκληρο το υφαντό.

Στα σώγιωμα υφαντά της Κρήτης, όπως και στα άλλα μεγάλα κρητικά υφαντά με γεωμετρικά μοτίβα οργανωμένα σε ζώνες, η χρωματική γκάμα εξαντλείται κατά κανόνα σε μία ζώνη.

Ο τρόπος που η υφάντρια επιλέγει να χρησιμοποιήσει το κάθε χρώμα – ποιο μοτίβο δηλαδή θα χρωματίσει μ’ αυτό – παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στην τελική οπτική εντύπωση του υφαντού με την επιλογή των μοτίβων και της σύνθεσης των διακοσμητικών ζωνών.

Η Σύνθεση

Όπως μια διακοσμητική ζώνη είναι ολοκληρωμένη σχεδιαστικά και χρωματικά, παρατηρούμε πως και μια μεγαλύτερη περιοχή του υφαντού, όπου περιλαμβάνονται περισσότερες ζώνες, αποτελεί μία αυτόνομη σύνθεση, που ακόμα και απομονωμένη είναι αισθητικά άρτια.

Είναι όμως εξαιρετικά σπάνιο δύο οποιεσδήποτε διακοσμημένες περιοχές από διαφορετικά υφαντά να συνταιριάξουν και να αποτελέσουν τμήματα του ίδιου υφαντού.

                                                                       Κιλίμι, Καινούριο 1910

Ακόμα κι αν η “σύνθεση” αυτή πληρούσε τους κανόνες της σχεδιαστικής οργάνωσης των σώγιωμων υφαντών, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε κοινή χρωματική γκάμα, τα ίδια νήματα για στημόνι και υφάδι, και το πιο σημαντικό, την ίδια υφάντρα με την ίδια προσωπικότητα κι ευαισθησία.

Συχνά δύο περιοχές του ίδιου υφαντού μπορεί να διαφέρουν τόσο, ώστε βλέποντάς τες κανείς αποκομμένες δύσκολα να φαντάζεται πως ανήκουν στο ίδιο υφαντό.

Το τελικό αποτέλεσμα ωστόσο είναι τόσο ολοκληρωμένο, συγκροτημένο και αρμονικό που προκαλεί τον θαυμασμό του παρατηρητή για τις ικανότητες και την τόλμη της υφάντριας.

                                                                      Μακάθι, Μονή Καλυβιανής

Η Σχεδιαστική οργάνωση της Επιφάνειας

Στα υφαντά της κατηγορίας αυτής παραθέτονται επιφάνειες με δύο διαφορετικούς χαρακτήρες: οι ακραίες σύνθετες επιφάνειες με τις ζώνες των διακοσμητικών μοτίβων και η κεντρική επιφάνεια με τις οριζόντιες ρίγες.

Η διαδοχή των διακοσμητικών ζωνών στις δύο ακραίες επιφάνειες γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και στα σώγιωμα υφαντά:ανάμεσά τους παρεμβάλλονται πολύ λεπτές ρίγες, που δεν ξεπερνάνε τα λίγα χιλιοστά. Στην κεντρική όμως επιφάνεια των υφαντών αυτής της κατηγορίας συναντάμε ρίγες που το φάρδος τους φτάνει συχνά τα τρία εκατοστά.

Τα χρώματά τους είναι ίδια με τα χρώματα των γεωμετρικών μοτίβων. Ο αδιάσπαστος και συνεχής τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται, τα κάνει να φαίνονται πιο καθαρά και δυνατά και εντείνει τις τονικές τους διαφορές.

Οι ρίγες της κεντρικής ζώνης διατάσσονται με κανονικό τρόπο και ομαδοποιούνται έτσι, ώστε είτε μόνες τους είτε μαζί με τη στενή διακοσμητική ζώνη που περιβάλλουν να συνιστούν μια ευρύτερη, απόλυτα συμμετρική σύνθετη ζώνη.

Οι σύνθετες αυτές ζώνες στην κεντρική περιοχή των υφαντών εναλλάσσονται κανονικά και δημιουργούν ένα ρυθμό άλλοτε γρήγορο και πυκνό – όταν το φάρδος της σύνθετης ζώνης είναι μικρό – κι άλλοτε πιο ήρεμο και αργό – όταν η σύνθετη ζώνη είναι στενή.

Η ευκρίνεια του ρυθμού επανάληψης των σύνθετων ζωνών της κεντρικής περιοχής εντείνεται όταν υπάρχουν άσπρες και μαύρες ρίγες, κάτι που συμβαίνει συχνά στα υφαντά αυτής της κατηγορίας. Κατά κανόνα χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαχωρίζουν, να κρατούν σε απόσταση μεταξύ τους τις σύνθετες χρωματικές ζώνες.

Η Σύνθεση

Εκείνο που τελικά ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα είναι η συνολική οπτική εντύπωση που προκύπτει από την αντιπαράθεση επιφανειών διαφορετικού ύφους: ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που ενοποιούν και συνθέτουν τις επιφάνειες αυτές σε μια ενιαία, απολύτως αρμονική τόσο χρωματικά όσο και σχεδιαστικά επιφάνεια, την επιφάνεια ολόκληρου του υφαντού.

Η κοινή χρωματική αντιμετώπιση είναι ένα πρωταρχικό στοιχείο ενοποίησης ολόκληρης της επιφάνειας.

Ένα δεύτερο εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι η ύπαρξη στην κεντρική περιοχή ζωνών με διακοσμητικά μοτίβα – ασφαλώς μικρότερα αλλά πάντως συγγενή με τα μοτίβα των ακραίων περιοχών.

Στα υφαντά αυτής της κατηγορίας, τόσο τα σχεδιαστικά όσο και τα χρωματικά στοιχεία των δύο ακραίων περιοχών διεισδύουν στην κεντρική επιφάνεια του υφαντού. Ο περίπλοκος και πυκνός σχεδιαστικός ρυθμός των άκρων απλουστεύεται και αραιώνει στο κέντρο, καθώς οι ομοιόχρωμες ρίγες παρεμβάλλονται με κανονικότητα ανάμεσα στις διακοσμητικές ζώνες.

Διακόπτουν έτσι τη συνέχειά τους και τις απομονώνουν, με αποτέλεσμα στην κεντρική επιφάνεια του υφαντού να αναλύεται η σύνθετη εικόνα των άκρων.

Διαφορές Ανάμεσα στα Λασιθιώτικα Υφαντά και τα Υφαντά του Ν. ηρακλειου

Δύο σημαντικές διαφορές παρατηρούνται ανάμεσα στα υφαντά της επαρχίας Λασιθίου και σ’ εκείνα των άλλων επαρχιών:

– Οι ζώνες των γεωμετρικών μοτίβων στις ακραίες περιοχές των λασιθιώτικων υφαντών είναι πάντα τρεις, εκ των οποίων η κεντρική είναι κατά κανόνα φαρδύτερη, ενώ οι δύο άλλες που την περιβάλλουν, είναι ίδιες μεταξύ τους.

Στα υφαντά των άλλων επαρχιών ο αριθμός των διακοσμητικών ζωνών στις ακραίες περιοχές του υφαντού ποικίλει από 2 έως 6 και η τοποθέτησή τους είναι σπάνια συμμετρική.

– Η κεντρική περιοχή με τους γραμμικούς σχηματισμούς έχει στα λασιθιώτικα υφαντά φαρδιές σχετικά διακοσμητικές ζώνες και λίγες ομοιόχρωμες.

Αντίθετα στα υφαντά των άλλων επαρχιών η περιοχή αυτή καλύπτεται από ομάδες ομοιόχρωμων ριγών και οι διακοσμητικές ζώνες – όταν υπάρχουν – είναι στενές, με μικρά και απλά διακοσμητικά μοτίβα. Εδώ, τα στοιχεία των άκρων που έχουν διεισδύσει στην κεντρική περιοχή είναι μόνο χρωματικά.

Ο Διάκοσμος: οι Ζώνες

Όπως και στα σώγιωμα υφαντά έτσι και εδώ η διακοσμημένη επιφάνεια αποτελείται από ζώνες γεωμετρικών μοτίβων. Συχνά οι διακοσμητικές ζώνες είναι τρεις: η κεντρική είναι η φαρδύτερη, αυτή που έχει τα πιο μεγάλα και περίπλοκα μοτίβα, ενώ οι δύο άλλες που την περιβάλλουν είναι στενότερες, με μικρότερα μοτίβα και πιο απλά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ζώνες είναι παραπάνω από τρεις, και μερικές φορές μόνο δύο.

Τα Παραστατικά Μοτίβα

Εκτός από τις “κλασσικές” διακοσμητικές ζώνες που πάντοτε περιορίζονται από οριζόντιες γραμμές υφαδιού, στα υφαντά με διάκοσμο στις άκρες συναντάμε κατά κανόνα και μια ζώνη παραστατικών μοτίβων. Τα μοτίβα αυτά, που είναι αφαιρετικά και σχηματοποιημένα, τοποθετούνται προς το μέρος του κάμπου και παριστάνουν συνήθως ανθρωπάκια, πουλιά ή λουλούδια. Η τελευταία συνεχής γραμμή της διακοσμημένης επιφάνειας μπορούμε να πούμε πως συμβολίζει τη γη και θυμίζει τα παιδικά σχέδια όπου οι άνθρωποι, τα ζώα, τα δέντρα και τα λουλούδια ακουμπάνε σε μια γραμμή που διαχωρίζει τη γη από τον ουρανό.

Η κάθε μία διακοσμημένη άκρη του υφαντού έχει διπολικό χαρακτήρα: το ένα μέρος βλέπει προς το τέλος του υφαντού, όπου μπαίνει η “δεσά”, η χαρακτηριστική κρητική δαντέλα, και το άλλο προς τον κάμπο.

Τα παραστατικά μοτίβα, που έχουν πολύ μικρότερη σχεδιαστική και χρωματική πυκνότητα απ’ ότι τα γεωμετρικά, εισχωρούν στο φόντο – ή το φόντο διεισδύει ανάμεσα στα μοτίβα – με αποτέλεσμα το ομαλό πέρασμα από την διακοσμημένη στην χωρίς διάκοσμο επιφάνεια.

Τα Μοτίβα του Κάμπου

Σε λίγες περιπτώσεις συναντώνται υφαντά με μικρά μοτίβα διάσπαρτα στον κάμπο, σαν χρωματικά σημεία ή χρωματικές νύξεις.

Τα μοτίβα αυτά διασπούν την ενιαία επιφάνεια, από παθητική και στατική των κάνουν κινητική και συνδέουν τις δύο χρωματικές επιφάνειες μεταξύ τους, περνώντας τα χρώματα της μιας στην απέναντί της.

Στο κιλίμι από την Ιεράπετρα τα μικρά μοτίβα που είναι κεντημένα στον κάμπο θυμίζουν χρωματικές νιφάδες, που άλλες αιωρούνται κι άλλες έχουν ακουμπήσει στη γη φτιάχνοντας ένα στρώμα από πολύχρωμο χιόνι, την επιφάνεια με τα διακοσμητικά μοτίβα.

Χαρακτηριστικό των μεγάλων υφαντών που κοσμούνται στις άκρες, είναι ότι ο κάμπος είναι σχεδόν παντού άσπρος, με λίγες εξαιρέσεις όπου μπορεί να είναι κίτρινος, πορτοκαλί ή πράσινο, αλλά ποτέ κόκκινος.

Οι Δύο Άκρες

Η διακόσμηση στις δύο άκρες του ίδιου υφαντού δεν είναι ίδια και συχνά δεν είναι ούτε και ισοδύναμη: ο μεγαλύτερος αριθμός των ζωνών αλλά και η πολυπλοκότητα των μοτίβων της μιας άκρης, την καθιστούν κύρια σε σχέση με την άλλη, που μπορεί να θεωρηθεί δευτερεύουσα. Το γεγονός αυτό εξηγείται από τη χρήση των υφαντών αυτών, που τοποθετούνται έτσι ώστε η μία τους άκρη να φαίνεται περισσότερο και να προβάλλεται.

Η διακόσμηση στις δύο άκρες του υφαντού έχει κοινό ύφος, συχνά μάλιστα αυτή της δευτερεύουσας προκύπτει από την κύρια με αφαίρεση ζωνών, σύμπτυξη του πάχους μιας ζώνης, απλοποίηση των διακοσμητικών μοτίβων κ.λ.π.

Το κύριο μοτίβο της φαρδιάς διακοσμημένης επιφάνειας, ο ολόκληρος ρόμβος παρατιθέμενος με τον ίδιο τρόπο συνιστά την κεντρική ζώνη της δευτερεύουσας επιφάνεια. Τα σχεδιαστικά σχόλια μέσα και ανάμεσα στα μοτίβα είναι αφαιρετικά και απλουστευμένα, ενώ τα παραστατικά μοτίβα που συνέχουν τη διακοσμημένη με την ομοιόχρωμη επιφάνεια μικραίνουν και απλοποιούνται στην άκρη του υφαντού με τη λιγότερη διακόσμηση, προκειμένου να προσαρμοστούν στην κλίμακά της.

Στις δύο άκρες του υφαντού διατηρείται το ενιαίο ύψος, ακόμα και όταν δεν υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στα μοτίβα. Αυτό οφείλεται στο κοινό χρωματικό υπόστρωμα, στη χρήση ίδιων χρωμάτων που μάλιστα εμφανίζονται στις ίδιες αναλογίες, στην κοινή χρωματική και σχεδιαστική πυκνότητα των μοτίβων.

Το Μοτίβο: ο Κουμπές

Ο κουμπές εμφανίζεται στα κρητικά υφαντά με αρκετές παραλλαγές και με διαφορετικές αναλογίες στα μεγέθη των γραμμών του, με τα ίδια όμως πάντα βασικά χαρακτηριστικά.

Το περίγραμμα του κουμπέ στο κατώτερο τμήμα του συνιστάται σε δύο κατακόρυφες γραμμές, που από ένα σημείο και πάνω γίνονται πλάγιες και αρχίζουν να συγκλίνουν. Πριν προλάβουν να ενωθούν, οι γραμμές ξαναγίνονται κατακόρυφες και σχηματίζουν ένα “λαιμό”, που στην κορυφή απολήγει σε ρόμβο.

Σχεδόν πάντοτε υπάρχει και ένα δεύτερο, εσωτερικό περίγραμμα, σε σχήμα που θυμίζει την όψη σπιτιού με δίρριχτη στέγη.

Η Σχεδιαστική οργάνωση της Επιφάνειας

Η οργάνωση της επιφάνειας των κουμπελίδικων υφαντών, που συνήθως είναι δίφυλλα η τρίφυλλα, παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία.

Οι κουμπέδες είτε κοσμούν μόνο η μία άκρη του υφαντού – οπότε στην υπόλοιπη επιφάνειά του έχουμε διακοσμητικές ζώνες με γεωμετρικά μοτίβα – είτε τοποθετούνται και στις δύο άκρες αντικριστά, με οριζόντιο άξονα συμμετρίας που περνάει από το κέντρο του υφαντού. Στην περίπτωση αυτή, η κεντρική επιφάνεια του υφαντού, ανάμεσα στις κορυφές των αντικριστών κουμπέδων, κοσμείται με ζώνες γεωμετρικών μοτίβων, ή με απλές ρίγες, και σε λίγες περιπτώσεις μένει κενή.

Οι Ιδιαιτερότητες στον Διάκοσμο των Κουμπελίδικων Κιλιμιών

Στα κουμπελίδικα κιλίμια παρατηρούμε κάποιες ιδιαιτερότητες στον διάκοσμο και συγκεκριμένα στον τρόπο πλήρωσης των επιφανειών που δημιουργούνται από τις βασικές “γραμμές” του κύριου μοτίβου, του κουμπέ.

Όπως συμβαίνει σε όλα τα κρητικά υφαντά με γεωμετρικό διάκοσμο, έτσι και στα κουμπελίδικα οι κοσμημένες περιοχές του υφαντού είναι “γεμάτες” με σχέδια και η ομοιόχρωμη επιφάνεια του φόντου που διαφαίνεται ανάμεσά τους είναι πολύ μικρή.

Οι ιδιαίτερου σχήματος επιφάνειες των ίδιων των κουμπέδων, αλλά και οι επιφάνειες ανάμεσα στους κουμπέδες αντιμετωπίζονται σ’ όλα τα υφαντά της κατηγορίας αυτής με τον ίδιο τρόπο:

– με διακοσμητικές ζώνες απλών μοτίβων κάθετες προς την διεύθυνση της ύφανσης και

– με διάφορες συνθέσεις του ίδιου πάντα μοτίβου, που προκύπτουν από την επανάληψή του προς όλες τις διευθύνσεις

Ομάδα 1

Η επιφάνεια των υφαντών της ομάδας αυτής χωρίζεται σε σχετικά στενές ζώνες, άλλες ομοιόχρωμες και άλλες διακοσμημένες με απλά μοτίβα.

Η κάθε μία ζώνη φαίνεται σα να είναι “συναρμολογημένη” από ίδια, διαφορετικού όμως χρώματος κομμάτια, τοποθετημένα στη σειρά. Η απλότητα του σχεδίου γίνεται ερέθισμα για τη χρησιμοποίηση καθαρών και λαμπερών χρωμάτων που παραθέτονται με φαντασία και τόλμη.

Ομάδα 2

Από την άποψη της σχεδιαστικής οργάνωσης, η επιφάνεια των υφαντών αυτών είναι χωρισμένη σε ζώνες με διαβαθμισμένα πάχη. Τα μικρότερα μοτίβα (στις στενές ζώνες) δεν είναι παρά αποσπάσματα του μεγάλου, σύνθετου μοτίβου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλές κλίμακες, όμοιων μεταξύ τους επιφανειών. Τα σχήματα των επιφανειών αυτών θα μπορούσαν να είναι ορθογώνια, αν οι κάθετες προς την ύφανση πλευρές τους δεν είχαν αντικατασταθεί από ζίγκ – ζάγκ Οι τεθλασμένες γραμμές με τις οξείες γωνίες που επαναλαμβάνονται ρυθμικά, προσδίδουν κινητικότητα στην επιφάνεια του υφαντού.

Ομάδα 3

Η ιδιομορφία της ομάδας αυτής υφαντών είναι ότι οι γεωμετρικοί σχηματισμοί αρθρώνονται από πολύ μικρά μοτίβα που μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε “μοναδιαία”. Στα υφαντά αυτά οι γραμμές που αποτελούν τα όρια ανάμεσα σε δύο διαφορετικά χρώματα είναι τέτοιες, ώστε τα μοτίβα που απομονώνουν να έχουν το ίδιο ακριβώς σχήμα.

Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα των γραμμών, στον σχεδιαστικό κάνναβο, τοποθετούνται τα χρώματα που δημιουργούν μια δεύτερη, μεγαλύτερη κλίμακα σχεδίου. Στην ουσία, είναι αυτά που ορίζουν τους γεωμετρικούς σχηματισμούς, γιατί σ’ αυτή την ομάδα υφαντών τα χρώματα χρησιμοποιούνται με αυστηρή κανονικότητα και έχουν τον πρωτεύοντα ρόλο.