Select Page

Τα Υφαντά με Γεωμετρικό Διάκοσμο

Γενικά

Τα κρητικά υφαντά με γεωμετρικό διάκοσμο είναι τα πλουσιότερα και τα πιο δομημένα απ’ όλα τα γεωμετρικά παραδοσιακά υφαντά που συναντάμε και στις πέντε ηπείρους, έστω κι αν διαπραγματεύονται, με παραλλαγές, ένα μόνο γεωμετρικό σχήμα: το ρόμβο.

Τέτοια υφαντά δεν υφαίνονται πια εδώ και χρόνια και από τα παλαιά ελάχιστα έχουν μείνει, καθώς αγοράστηκαν από γυρολόγους και μεταπουλήθηκαν έξω από την Κρήτη ή ακόμα και την Ελλάδα. Στην ομορφιά, τον πλούτο και την ποικιλία των υφαντών αυτών, πρέπει να προσθέσουμε και τη μοναδικότητά τους, τόσο από την άποψη της υφαντικής τεχνικής όσο και των μορφολογικών τους στοιχείων.

Μακάθι, Μονή Καλυβιανής

Προέλευση

Εθνολογικά αποτελούν μια αδικαιολόγητη εξαίρεση μέσα στη διαδικασία της λαϊκής διακοσμητικής. Στα κρητικά υφαντά δεν έχουμε μεμονωμένα σχέδια αλλά ολόκληρες συνθέσεις γεωμετρικών σχεδίων και χρωμάτων περίπλοκες και απόλυτα εναρμονισμένες.

Δεν είναι υπερβολή να υποθέσουμε ότι ο διάκοσμος αυτός όχι μόνο προέρχεται από το Βυζάντιο αλλά και ότι σχεδιάστηκε σε εργαστήρια της Αυτοκρατορικής αυλής από πρωτομάστορες, ανθρώπους καλλιτεχνικά ευαίσθητους αλλά και πολύ έμπειρους τεχνίτες, γνώστες της γεωμετρίας.

Το πιθανότερο είναι ότι τα γεωμετρικά υφαντά ήρθαν στην Κρήτη το 1092 με τους 12 βυζαντινούς άρχοντες και τις οικογένειές τους.

Τα πρότυπα σχέδια μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά, οι άρχοντες πλήθεναν και τα σχέδια πέρασαν στο λαό και αποτέλεσαν έτσι παράδοση και λαϊκή κληρονομιά για τις υφάντρες της Κρήτης στους επόμενους αιώνες, και το κοινό καλλιτεχνικό απόθεμα του τόπου.

Όλες οι γυναίκες αντλούν από το ίδιο απόθεμα, και παρόλο που καθεμιά τους μπορεί να πιστεύει πως δημιουργεί κάτι καινούργιο, στην πραγματικότητα η εφευρετικότητά της περιορίζεται σε μικρές παραλλαγές των θεμάτων της παράδοσης. Δημιουργία εντελώς νέα και πρωτότυπη δεν υπάρχει στην παράδοση της υφαντικής, ούτε και στη λαϊκή τέχνη γενικότερα. Γιατί είναι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο σχεδόν, για το λαϊκό άνθρωπο να ξεπεράσει τους περιορισμούς που του επιβάλλει η καλλιτεχνική παράδοση του τόπου του, περιορισμούς τεχνικής, ύφους, έκφρασης, τεχνοτροπίας.

Γι’ αυτό πιστεύουμε πως στα υφαντά που συναντήσαμε στην Κρήτη, και που χρονολογούνται από τις αρχές του 19ου αιώνα, διατηρήθηκαν τα βυζαντινά σχέδια των Κομνηνών. Είναι ένα γεγονός που προκαλεί το δέος και παράλληλα αποτελεί μια σημαντικότατη ανακάλυψη τεκμηρίων του βυζαντινού πολιτισμού του 11ου αιώνα.

Γεωγραφική Κατανομή

Τα υφαντά με γεωμετρικό διάκοσμο υφαίνονται σ’ ολόκληρη την Κρήτη, με παραλλαγές και ιδιαιτερότητες για την κάθε περιοχή.

 

Βούργια, Μυλοπόταμος +1915

Χρήση

Με γεωμετρικά σχέδια κοσμούνται τα υφαντά που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες και τον στολισμό του σπιτιού, όπως τα διάφορα κλινοσκεπάσματα, οι πάντες για τον τοίχο, τα καλύμματα του καναπέ κ.λ.π., καθώς και υφαντά απαραίτητα για τις εκτός σπιτιού εργασίες, όπως οι “σιντζαντέδες” που έριχναν πάνω στα ζώα, οι ντρουβάδες και οι βούργιες που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούνταν από τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους της Κρήτης.

 

Οι Πρώτες Ύλες

Λόγω της χρήσης τους, τα υφαντά με γεωμετρικό διάκοσμο είναι κατά κανόνα μάλλινα και για την ακρίβεια μαλλοβάμβακα: τα υφάδια, που παίζουν και τον βασικό ρόλο, είναι από μαλλί, ενώ τα στημόνια που λειτουργούν σαν στοιχεία σύνδεσης, είναι από βαμβάκι.

 

Η Τεχνική

 

Στα “ξομπλιαστά” υφαντά, που λέγονται και “κεντητά στον αργαλειό”, ο διάκοσμος γίνεται στον αργαλειό, παράλληλα και ταυτόχρονα με την ύφανση του υφάσματος.

Η τεχνική των υφαντών αυτών είναι πολύπλοκη και απαιτεί πολύ χρόνο και μεγάλη προσοχή. Για να δημιουργήσει τα διακοσμητικά θέματα η υφάντρια περνάει με το χέρι ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού τα χρωματιστά υφάδια, που είναι τυλιγμένα σε κουβαράκια. Καθώς στην κάθε υφαντική σειρά εναλλάσσονται υφάδια διαφόρων χρωμάτων, η υφάντρια πρέπει να υπολογίσει με προσοχή το μήκος της γραμμής του κάθε χρώματος, μετρώντας τον αριθμό των στημονιών.

Στην επόμενη σειρά χρειάζονται νέες, διαφορετικές μετρήσεις γιατί τα διακοσμητικά θέματα δημιουργούνται με την αύξηση ή των ελάττωση του μήκους των χρωματιστών γραμμών, με τη μετατόπισή τους, με τη δημιουργία νέων ή με την κατάργηση άλλων.

Καθώς η ύφανση προχωράει, εμφανίζονται τα διακοσμητικά θέματα, και ανάμεσά τους διακρίνεται το χρώμα του φόντου, του “κάμπου”, ο οποίος υφαίνεται με τη σαϊτα.

Τις περισσότερες φορές, τα υφάδια κάθε χρώματος, στην ίδια σειρά, δεν συνδέονται μεταξύ τους, αλλά απλώς παλινδρομούν, αγκαλιάζοντας δύο πλαϊνά στημόνια. Τότε σχηματίζονται στο υφαντό μικρές διακοπές της συνοχής του (1).

Όταν οι παράλληλες με τα στημόνια γραμμές του σχεδίου είναι μεγάλες, και προκειμένου το υφαντό να έχει συνοχή, τα υφάδια “θηλυκώνονται” μεταξύ τους (2, 3). Η εργασία αυτή είναι δύσκολη και απαιτεί πολύ χρόνο.

Άλλος τρόπος για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα, είναι τα δύο πλαϊνά υφάδια να περαστούν από το ίδιο στημόνι, τότε όμως σχηματίζεται μία γραμμή ελαφρώς τεθλασμένη (4).

Στα κρητικά υφαντά, τα διακοσμητικά σχέδια που έχουν γραμμές κάθετες προς την ύφανση είναι λίγα. Κατά κανόνα οι γραμμές των σχεδίων είναι πλάγιες, αφού το βασικό μοτίβο είναι ο ρόμβος.