Select Page

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΕΙΑΣ (10ος- 20ος ΑΙΩΝΑΣ)

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ

10ος -11ος αιώνας

Μετά τη μακρόχρονη αραβική κατοχή του 9ου και 10ου αιώνα, η επιπλοποιεία στην Κρήτη, που είχε τις ρίζες της σε αυτή της αρχαιότητας, εκμηδενίζεται λόγω της βαθιάς πτώχευσης της κοινωνίας του νησιού. Αν και βεβαίως δεν έχουμε ενδείξεις, είναι λογικό ότι, όπως και σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση οικονομικής εξαθλίωσης, το έπιπλο επανέρχεται στις ποιο πρωτόγονες μορφές του.

Με την απελευθέρωση της Κρήτης το 961 και την επανένταξή της στο Βυζαντινό πολιτισμό, χρειάστηκε πολύς χρόνος για να πληρωθούν τα μεγάλα κενά που είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια της Αραβικής κατοχής. Οι καινούργιες τεχνικές, τα πρότυπα κλπ. αργούν να διαδοθούν σε ένα μεγάλο νησί με πρωτογενή πληθυσμό.

12ος αιώνας

Η πολιτισμική επανάσταση της οικογένειας των Κομνηνών Αυτοκρατόρων, που προαναγγέλλει την Ευρωπαϊκή αναγέννηση, εγκαθιδρύεται και στην Κρήτη με την αποστολή αρχόντων από την Κωνσταντινούπολη, στους οποίους μοιράζεται η γης σε αντίστοιχα φέουδα.

Η άφιξή τους γίνεται, όπως ήταν το έθιμο, με πολλά οικογενειακά μέλη και την «αυλή»των υπασπιστών, ιπποκόμων και τεχνικών, όπως και των γυναικών-υπηρετριών των συζύγων.

Οι οικογένειες των νεοεγκαταστηθέντων ευγενών, που θα αναλάβουν και τη διοίκηση της Κρήτης, αριθμούν σύμφωνα με την παράδοση στις 12, αλλά πρέπει να εκτιμηθούν σε τουλάχιστον τριπλάσιο αριθμό, εξαιτίας της έκτασης του νησιού.

Οι ξυλουργοί-επιπλοποιοί της κάθε αρχοντικής αυλής μεταφέρουν τις τεχνικές και τα πρότυπα της Αυτοκρατορικής Πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης και τα μεταδίδουν, όπως ήταν φυσικό, στις επόμενες γενιές των Κρητικών τεχνιτών. Από ελάχιστα τεκμήρια που διαθέτουμε από τοιχογραφίες, εικόνες, ή μικρογραφίες χειρογράφων της περιόδου αυτής, συμπεραίνουμε ότι η βυζαντινή επιπλοποιεία του 12ου-13ου αιώνα ήταν εξαιρετικά εξελιγμένη, με πολύπλοκες νταμπαδοτές κατασκευές και διαδεδομένη τη τεχνική του τορναρίσματος, με πολλές παραλλαγές σε φέροντα, κυρίως κάθετα, στοιχεία.