Select Page

Κεραμική

Οι Κρητικοί Άργιλοι, Επεξεργασία

Η Κρήτη είναι η πιο πλούσια περιοχή της Ελλάδας σε ποσότητα και ποιότητα αργίλων. Οι έμπειροι κεραμιστές αναγνωρίζουν τους αργίλους και τις ιδιότητές τους με το «μάτι» και με την αφή. Για την κατασκευή αγγείων χρησιμοποιούνται οι εξής άργιλοι:

· Το κοκκινόχωμα , λεπτόκοκκος κόκκινος άργιλος που δημιουργεί αγγεία με λεπτή παρειά και μεγάλη αντοχή. Οι επιφάνειες είναι λείες χωρίς επεξεργασία.

· Τη λεπίδα , συμπαγής και σκληρός άργιλος, πολύ κοινός στην Κρήτη και χρησιμοποιείται κατά κόρο σαν τελευταίο στρώμα στο χωμάτινο δώμα των οικιών γιατί είναι αδιαπέραστο από την βροχή. Κατά κανόνα η λεπίδα έχει γκρίζο-μπλε χώμα και σπανιότερα κόκκινο σκούρο.

· Την κουμουλιά , λεπτόκοκκος άργιλος ελαφρά κίτρινης απόχρωσης, με λεία επιφάνεια στα αγγεία.

Οι άργιλοι ποικίλουν πολύ σε σχέση με την ποιότητα και την ποσότητα άλλων φυσικών συστατικών που περιέχουν. Σε κάθε περίπτωση οι ιδιότητες τους είναι διαφορετικές και μεταφέρονται βεβαίως στα κεραμικά προϊόντα.

Οι παραδοσιακοί Κρητικοί κεραμιστές, μέσα από την πείρα χιλιετιών, χρησιμοποιούν αποκλειστικά τους τρεις προαναφερόμενους πηλούς, αυτούσιους ή με προσμίξεις :

Το ποσοστό κυμαίνεται ανάλογα τις φυσικές ιδιότητες των πηλών, από 60% έως 80% λεπίδας και 20% έως 40% κοκκινόχωμα για τα πιθάρια.

Επεξεργασία των αργίλων για την απόκτηση πηλού

Μετά την εξόρυξη των αργίλων με τον κασμά και τη μεταφορά τους στο χώρο του εργαστηρίου, κοπανίζονται με ένα μονοκόμματο ξύλινο κόπανο.

Η χρήση του ξύλου, που είναι σχετικά μαλακό υλικό, επιβάλλεται ώστε να μην σπάνε οι μικρές πέτρες που μπορεί να περιέχει ο άργιλος. Το κοπάνισμα μετατρέπει τους αργιλικούς σβόλους σε κονιορτοποιημένο χώμα.

Το επόμενο στάδιο είναι το κοσκίνισμα του χώματος, πρώτα με χοντρό κόσκινο και στη συνέχεια με πολύ λεπτότερο για τους αργίλους των μικρών αγγείων.

Στην τελευταία περίπτωση το προϊόν θα υγροποιηθεί σε μια πρώτη δεξαμενή, σε ποσοστό 1 μέρος αργίλου για 3 μέρη νερού. Τα βαρύτερα στοιχεία του αργίλου (πέτρες, μέταλλα κλπ) κατακάθονται, ενώ στην επιφάνεια της λάσπης βρίσκεται ο καθαρός άργιλος.

Στη συνέχεια, αφού εξατμιστεί το νερό, ο χωματάς θα αφαιρέσει με φτυάρι τον επιφανειακό άργιλο και θα τον αποθηκεύσει σε δεύτερη δεξαμενή, όπου θα ακολουθήσει η περαιτέρω αφυδάτωση. Όταν ο πηλός γίνει αρκετά συμπαγής, μοιράζεται σε μεγάλα τεμάχια που θα χρησιμοποιήσει ο αγγειοπλάστης, μετά από πλάσιμο, στον τροχό του.

Στην περίπτωση της κοπανισμένης λεπίδας, ο κονιορτοποιημένος άργιλος δεν υγροποιείται σε δεξαμενές αλλά αναμειγνύεται με τον πηλό του κοκκινοχώματος, με μικρή προσθήκη νερού και μαλάσσεται με τα πόδια, όπως τα σταφύλια στο πατητήρι. Ο πηλός αυτός είναι κατάλληλος για τα μεγάλα αγγεία όπως π.χ. τα πιθάρια.

Οι κρητικοί κεραμικοί τροχοί

Ο κλασικός τροχός για την κατασκευή μικρών αγγείων είναι αυτός που συναντάμε σε όλη την Ευρώπη. Αποτελείται από μια μικρή κυκλική τράπεζα εργασίας που συνδέεται με μια πολύ μεγαλύτερη, μέσω ενός κάθετου άξονα, την οποία ενεργοποιεί ο κεραμίστας με το αριστερό του πόδι, ενώ είναι καθισμένος δεξιά του τροχού. Όλος ο μηχανισμός είναι ξύλινος και στηρίζεται σε συγκεκριμένο σημείο του εργαστηρίου. Συμπτωματικά βρέθηκε σε μια μινωική έπαυλη το εργαστήριο αγγειοπλάστη με την ίδια διάταξη αλλά με κυκλική τράπεζα εργασίας από πηλό, που ίσως τοποθετούσαν σε ξύλινη βάση. Σημαντική πάντως ένδειξη είναι ότι ο κρητικός τροχός έχει αναλλοίωτη μορφή από τον 16ο αιώνα π.Χ.

Το τροχί είναι ένας χειροκίνητος χαμηλός τροχός, με μεγάλη κυκλική τράπεζα εργασίας, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τα πιθάρια. Τα τροχιά είναι πάντα τοποθετημένα στην ύπαιθρο και σε σειρά για τεχνικούς λόγους.

Για τον λόγο, αυτό ο πιθαράς εργάζεται διαδοχικά σε μια σειρά 6-7 τροχιών έτσι ώστε όταν επανέρθει στο πρώτο να είναι αφυδατωμένη και στερεή η υποκείμενη ζώνη.

Τα καμίνια

Υπάρχουν στην Κρήτη δύο τύποι καμινιών, τα ανοιχτά και τα κλειστά .

Τα ανοιχτά καμίνια

Πιο κοινά είναι τα ανοιχτά καμίνια που συναντάμε στα κεραμικά κέντρα: Κεντρί, Θραψανό και Μαργαρίτες, όπως και τα καμίνια της υπαίθρου, διάσπαρτα σε όλη την Κρήτη. Έχουν μορφή κυλίνδρου διαφόρων διαστάσεων, εν μέρη βυθισμένο στο έδαφος. Στη μέση του κτιστού αυτού κυλίνδρου διαμορφώνεται παχιά σχάρα, διάτρητη από μεγάλο αριθμό οπών, που επιτρέπουν την επικοινωνία της φωτιάς από τον θάλαμο καύσης σε αυτόν όπου βρίσκονται τα αγγεία. Η σχάρα στηρίζεται σε μια κτιστή κολώνα, στο μέσο του θαλάμου πυρράς. Ο πάνω θάλαμος του καμινιού που φορτώνεται με αγγεία είναι ανοιχτός και έχει μια αρκετά ευρύχωρη πόρτα για την τοποθέτηση και αφαίρεση των μεγάλων κεραμικών.

Πριν ανάψει το καμίνι η πόρτα κτίζεται με μεγάλες πέτρες και πηλό, η δε οροφή σκεπάζεται πρόχειρα με μεγάλα κομμάτια από σπασμένα πιθάρια που ακουμπούν στις παρυφές των παρειών του καμινιού και στα υποκείμενα αγγεία.

Τα κλειστά καμίνια συναντώνται μόνο στα Νοχιά. Είναι ορθογώνια, η δε απόληξή τους καλύπτεται με θόλο που φέρει ένα ελλειπτικό άνοιγμα το οποίο ελέγχει ο καμινιάρης, ανάλογα με τις ανάγκες της καύσης.

Η διαδικασία λειτουργίας των καμινιών, που μέσω φωτιάς υψηλής θερμοκρασίας θα ψήσει τα αγγεία, είναι εξαιρετικά λεπτή και περίπλοκη και για την οποία, τα παλαιότερα χρόνια χωρίς όργανα μέτρησης όπως θερμόμετρα, πυρομετρικούς κώνους ή ρολόγια ευθύνεται ο καμινιάρης! Σε γενικές γραμμές, στην αρχή της διαδικασίας, η φωτιά πρέπει να είναι πολύ χαμηλή και διάρκειας περίπου 2 με 3 ώρες για να επιτευχθεί η απόλυτη αφυδάτωση των αγγείων χωρίς αυτά να κινδυνεύσουν να ραγίσουν. Στη συνέχεια η φωτιά θα αυξηθεί σταδιακά για ακόμα 7 ώρες, με αυξημένη ένταση επί 3 επιπλέον ώρες. Το ψήσιμο σε ένα μεγάλο καμίνι διαρκεί περίπου 12 με 14 ώρες. Η θερμοκρασία που αναπτύσσεται στα παραδοσιακά καμίνια που ψήνουν μεγάλα αγγεία δεν πρέπει να ξεπερνά τους 900ο γιατί, πέρα από αυτή, τα κεραμικά αντικείμενα λειώνουν σταδιακά και σωριάζονται.

Στη συνέχεια προστίθεται στο θάλαμο καύσης ένα μεγάλο ξύλο, έτσι ώστε η θερμοκρασία να κατέβει αργά μέσα στο καμίνι, αποφεύγοντας τη ρηγμάτωση ή το σπάσιμο των αγγείων.

Η πρόσβαση στα δοχεία του καμινιού θα είναι δυνατή τουλάχιστον 12 με 18 ώρες αργότερα, ανάλογα την επικρατούσα θερμοκρασία του περιβάλλοντος.