Στην Κρήτη δεν αναπτύχθηκαν ούτε οδικό δίκτυο ούτε ναυτική δραστηριότητα, πλην τη χρήση ψαρόβαρκων, κατ’ εντολή του κατακτητή που δεν επιθυμούσε τη γρήγορη μετακίνηση του πληθυσμού εντός και εκτός Κρήτης.
Οι μετακινήσεις και οι μεταφορές γίνονταν με πεζοπορία και με υποζύγια.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ
Η οδοιπορία ήταν το συνηθέστερο μέσο μετακίνησης του ανθρώπου, ιδιαίτερα των ανδρών που για το ταξίδι φορούσαν ψηλές μπότες και το χειμώνα μια κάπα. Έφεραν στον ώμο το σακίδιο ή «βούργια» με ξερή τροφή και ένα μικρό φλασκί με κρασί ή ρακή. Κρατούσαν ένα βαρύ και γερό μπαστούνι που ήταν στην ανάγκη και όπλο. Ταξίδευαν συχνά ανά μικρές ομάδες για λόγους ασφάλειας γιατί σε διάφορα έρημα μέρη υπήρχαν συχνά ληστές και κακοποιοί. Η μεγαλύτερη διαδρομή από τη μια ακτή της Κρήτης στην άλλη, ήταν στο κεντρικό της διαμέρισμα, από την πεδιάδα της Μεσαράς έως την πρωτεύουσα, το Ηράκλειο, που είχε μήκος περίπου 60 χιλιομέτρων και η πεζοπορία γίνονταν σε 24 ώρες με μια σύντομη νυχτερινή ανάπαυση.
Δεν υπήρχαν βέβαια δρόμοι αλλά στενά μονοπάτια που στα δύσκολα και ολισθηρά σημεία ήταν πλακόστρωτα. Κατά μήκος των διαδρομών αυτών υπήρχαν διάσπαρτα «χάνια», σεμνά ισόγεια σπίτια με μια κατά το πλείστον αίθουσα που ήταν τραπεζαρία και κοιτώνας μαζί. Κοντά στο κτίριο υπήρχε υπαίθριος χώρος για τα υποζύγια και στην καλύτερη περίπτωση κάποια ζωοτροφή. Οι διαδρομές διαμορφώνονταν έτσι ώστε να περνούν από πηγές για να υδρεύονται άνθρωποι και ζώα.
Οι γυναίκες δεν έκαναν ποτέ μεγάλες διαδρομές και ήταν πάντα συνοδευόμενες εξαιτίας του κινδύνου των κακοποιών και των συχνών στρατιωτικών περιπολιών στην ύπαιθρο. Κατά κανόνα για πολύωρες διαδρομές ίππευαν το οικογενειακό γαϊδούρι. Εάν οι πεζοπορίες θα διαρκούσαν πολλές ημέρες, όπως π.χ. σε περιόδους επαναστάσεων, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ένα γάιδαρο φορτωμένο με σκεύη μαγειρικής, ιμάτια και άλλα χρειαζούμενα. Στην περίπτωση που οι άνδρες ανήκαν σε ένα σώμα ατάκτων και ήταν ένοπλοι ίππευαν μουλάρια και άλογα, αν και τα τελευταία ήταν απαγορευμένα από τους τούρκους.